Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017

Ήταν η άνοδος του Νεοφιλελευθερισμού η πρωταρχική αιτία της ακραίας ανισότητας; (2ο μέρος)

Συνέχεια από το 1ο μέρος

Με τη βοήθειά τους ξεκίνησε να δημιουργεί αυτό που ο Daniel Stedman Jones περιγράφει στο Masters of the Universe ως «ένα είδος νεοφιλελεύθερης διεθνούς: ένα υπεραντλάντικο δίκτυο ακαδημαϊκών, επιχειρηματιών, δημοσιογράφων και ακτιβιστών. Οι πλούσιοι υποστηρικτές χρηματοδότησαν μια σειρά δεξαμενών σκέψης που θα διύλιζαν και θα προωθούσαν την ιδεολογία. Μεταξύ αυτών βρίσκονταν το American Enterprise Institute, το Heritage Foundation, το Cato Institute, το Institute of Economic Affairs, το Centre for Policy Studies και το Adam Smith Institute. Χρηματοδότησαν επίσης ακαδημαϊκές θέσεις και τμήματα, ιδιαιτέρως στα πανεπιστήμια του Σικάγο και της Βιρτζίνια.


Όπως εξελίχθηκε, ο νεοφιλελευθερισμός έγινε πιο οξύς. Η άποψη του Hayek ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να ρυθμίζουν τον ανταγωνισμό για να εμποδίσουν τον σχηματισμό μονοπωλίων έδωσε τη θέση της -μεταξύ των αποστόλων ο Μίλτον Φρίντμαν- στην πεποίθηση ότι η δύναμη του μονοπωλίου θα μπορούσε να ειδωθεί ως ανταμοιβή για την αποτελεσματικότητα.

Κάτι άλλο συνέβη κατά τη διάρκεια αυτής της μετάβασης: το κίνημα έχασε το όνομά του. Το 1951 ο Φρίντμαν με.....
.... χαρά περιέγραφε τον εαυτό του ως νεοφιλελεύθερο. Αλλά σύντομα ο όρος άρχισε να αφανίζεται. Ακόμα πιο παράξενο είναι ότι ακόμα και όταν η ιδεολογία έγινε πιο συμπαγής και το κίνημα πιο συνεκτικό, το χαμένο όνομα δεν αντικαταστάθηκε από κάποια κοινότοπη εναλλακτική.


Αρχικά, παρά τη γενναία χρηματοδότηση ο νεοφιλελευθερισμός παρέμεινε στο περιθώριο. Η μεταπολεμική επικρατούσα άποψη ήταν σχεδόν καθολική: οι οικονομικές συνταγές του Τζων Μέυναρντ Κέυνς εφαρμόζονταν ευρέως, η πλήρης εργασία και η καταπολέμηση της φτώχιας αποτελούσαν κοινούς στόχους στις ΗΠΑ και στο μεγαλύτερο μέρος της δυτικής Ευρώπης, η φορολογία για τις υψηλότερες βαθμίδες ήταν υψηλή και οι κυβερνήσεις επεδίωκαν κοινωνικά αποτελέσματα χωρίς ντροπή, πρόβαιναν στην ανάπτυξη νέων δημόσιων υπηρεσιών και δικτύων ασφαλείας.

Ωστόσο τη δεκαετία του ’70, όταν οι κεϋνσιανές πολιτικές άρχισαν να καταρρέουν και οικονομικές κρίσεις έπλητταν και τις δύο μεριές του Ατλαντικού, οι νεοφιλελεύθερες ιδέες μπήκαν στο κυρίαρχο ρεύμα.  Όπως σημείωνε ο Φρίντμαν, «όταν έφτασε η στιγμή της αλλαγής … υπήρχε διαθέσιμη μια εναλλακτική». Με τη βοήθεια πρόθυμων δημοσιογράφων και πολιτικών συμβούλων, τα στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού, ιδίως οι επιταγές του σχετικά με τη νομισματική πολιτική, υιοθετήθηκαν από την κυνέρνηση του Τζίμυ Κάρτερ στις ΗΠΑ και του Τζιμ Κάλαχαν στη Βρετανία.

Αφότου κατέλαβαν την εξουσία η Μάργκαρετ Θάτσερ και ο Ρόναλντ Ρίγκαν, ακολουθήθηκε άμεσα το υπόλοιπο πακέτο: μαζικές μειώσεις φόρων για τους πλούσιους, στραγγαλισμός των συνδικάτων, απορρύθμιση, ιδιωτικοποιήσεις, outsourcing και ανταγωνισμός στις δημόσιες υπηρεσίες. Μέσω του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, της Συνθήκης του Μάαστριχτ και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, επιβλήθηκαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές –συχνά χωρίς δημοκρατική συναίνεση- στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Πιο αξιοσημείωτη είναι η υιοθέτησή τους από κόμματα που κάποτε ανήκαν στην αριστερά: οι Εργατικοί και οι Δημοκρατικοί, για παράδειγμα. Όμως διαπιστώνει ο Στέντμαν Τζόουνς, «δύσκολα μπορούμε να σκεφτούμε άλλη ουτοπία που να έχει πραγματοποιηθεί πλήρως».

Ίσως να φανεί παράξενο που ένα δόγμα που προάγει την επιλογή και την ελευθερία έπρεπε να προωθηθεί μέσα από το σλόγκαν «δεν υπάρχει εναλλακτική» (“there is no alternative”). Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Hayek σε μια επίσκεψή του στη Χιλή του Πινοσέτ – ένα από τα πρώτα έθνη στο οποίο εφαρμόστηκε καθολικά το πρόγραμμα – «προσωπικά τείνω να προτιμώ μια φιλελεύθερη δικτατορία από μια δημοκρατική κυβέρνηση που στερείται φιλελευθερισμού». Η ελευθερία που προσφέρει ο νεοφιλελευθερισμός, που ακούγεται γοητευτική όταν εκφράζεται με γενικούς όρους, καταλήγει να σημαίνει ελευθερία για τα μεγάλα ψάρια κι όχι για τα μικρά.

Ελευθερία από τα συνδικάτα και τις κοινωνικές διεκδικήσεις σημαίνει ελευθερία να μειώσουν τους μισθούς. Ελευθερία από τη ρύθμιση σημαίνει ελευθερία να δηληριάζουν τα ποτάμια, να θέτουν σε κίνδυνο τους εργάτες, να χρεώνουν άδικα επιτόκια και να σχεδιάζουν εξωτικά χρηματοοικονομικά εργαλεία. Ελευθερία από τη φορολογία σημαίνει ελευθερία από τη διανομή του πλούτου που βγάζει τους ανθρώπους από τη φτώχια.

Όπως καταγράφει η Ναόμι Κλάιν στο Δόγμα του Σοκ, οι θεωρητικοί του νεοφιλελευθερισμού υπερασπίστηκαν τη χρήση κρίσεων για την επιβολή αντιλαϊκών πολιτικών ενώ οι άνθρωποι ήταν αποπροσαναταλισμένοι: για παράδειγμα, την επομένη του πραξικοπήματος του Πινοσέτ, του πολέμου στο Ιράκ και του τυφώνα Κατρίνα, τον οποίο ο Φρίντμαν περιέγραφε ως «ευκαιρία για ριζικές μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα» στη Νέα Ορλεάνη.

Όπου οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεν μπορούν να επιβληθούν στο εσωτερικό, επιβάλλονται σε διεθνές επίπεδο, μέσω εμπορικών συνθηκών που ενσωματώνουν την «επίλυση διαφορών επενδυτή-κράτους»: υπεράκτια δικαστήρια στα οποία οι εταιρείες μπορούν να ασκήσουν πίεση για την άρση κοινωνικών και περιβαλλοντικών περιορισμών. Όταν οι κυβερνήσεις έχουν ψηφίσει τον περιορισμό της πώλησης τσιγάρων, την προστασία της παροχής νερού απέναντι στις μεταλλευτικές εταιρείες, το πάγωμα των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος ή την παρεμπόδιση των φαρμακοβιομηχανικών από το να ριμάζουν το κράτος, οι εταιρείες υπέβαλαν μηνύσεις, συχνά βγαίνοντας κερδισμένες. Η δημοκρατία έχει περιοριστεί στο θέατρο.

Ένα άλλο παράδοξο του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι ο καθολικός ανταγωνισμός βασίζεται στην καθολική ποσοτικοποίηση και σύγκριση. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι εργάτες, οι αναζητούντες εργασία και οι δημόσιες υπηρεσίες κάθε είδους υπόκεινται σε ένα διεφθαρμένο κι αποπνικτικό καθεστώς αξιολόγησης και ελέγχου, σχεδιασμένο να αναδεικνύει τους νικητές και να τιμωρεί τους ηττημένους. Το δόγμα που προτείνει Von Mises θα μας απελευθέρωνε από τον γραφειοκρατικό εφιάλτη του κεντρικού σχεδιασμού, αλλά αντιθέτως έχει δημιουργήσει έναν τέτοιο.

Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είχε συλληφθεί ως μια αυτοεξυπηρετούμενη κομπίνα, αλλά γρήγορα εξελίχθηκε σε μια τέτοια. Η οικονομική ανάπτυξη είναι αξιοσημείωτα πιο αργή στη νεοφιλελεύθερη εποχή (από το 1980 στη Βρετανία και τις ΗΠΑ) από ό,τι τις προηγούμενες δεκαετίες. Αλλά όχι για τους πολύ πλούσιους. Η ανισότητα στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου, ύστερα από 60 χρόνια πτώσης, αυξήθηκε ραγδαία αυτήν την εποχή λόγω της διάλυσης των συνδικάτων, των μειώσεων στη φορολογία, της αύξησης των ενοικίων, των ιδιωτικοποιήσεων και της απορρύθμισης.

Η ιδιωτικοποίηση ή εμπορευματοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών όπως της ενέργειας, του νερού, των σιδηροδρόμων, της υγείας, της παιδείας, των δρόμων και των φυλακών επέτρεψε στις εταιρείες να βάλουν διόδια μπροστά από σημαντικά ακίνητα και να χρεώνουν ενοίκιο, είτε στους πολίτες είτε στην κυβέρνηση, για τη χρήση τους. Το νοίκι είναι μια άλλη λέξη για το εισόδημα που δεν κερδίζεται. Όταν πληρώνετε ένα φουσκωμένο εισιτήριο τρένου, μόνα ένα μέρος από το αντίτιμο αποζημιώνει τους χειριστές για τα λεφτά που ξόδεψαν σε καύσιμα, μισθούς, τροχαίο υλικό και άλλες δαπάνες . Το υπόλοιπο αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι σε έχουν βάλει σε ένα σωλήνα.

Αυτοί που κατέχουν και διαχειρίζονται τις ιδιωτικοποιημένες ή ημι-ιδιωτικοποιημένες υπηρεσίες του Ηνωμένου Βασιλείου χτίζουν αμύθητες περιουσίες επενδύοντας λιγότερα και χρεώνοντας περισσότερο. Στη Ρωσία και την Ινδία οι ολιγάρχες απέκτησαν ακίνητα του δημοσίου μέσα από ξεπουλήματα.  Στο Μεξικό ο Κάρλος Σλιμ ανέλαβε τον έλεγχο σχεδόν όλων των υπηρεσιών σταθερής και κινητής τηλεφωνίας και σύντομα έγινε ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο.

Η χρηματιστικοποίηση, όπως σημειώνει ο Andrew Sayer στο Why We Cant Afford the Rich έχει παρόμοιο αποτέλεσμα. «Όπως το νοίκι», ισχυρίζεται, «έτσι και οι τόκοι είναι εισόδημα που δεν κερδίζεται και συσσωρεύεται χωρίς την καταβολή προσπάθειας». Καθώς οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι, οι πλούσιοι αποκτούν αυξημένο έλεγχο πάνω σε ένα καίριο περιουσιακό στοιχείο: το χρήμα. Οι πληρωμές των τόκων, κατά συντριπτική πλειοψηφία, είναι μεταφορά χρήματα από τους φτωχούς στους πλούσιους. Καθώς οι τιμές ιδιοκτησίας και η απόσυρση της κρατικής χρηματοδότησης επιβαρύνουν τους ανθρώπους με χρέη (σκεφτείτε τη μετάβαση από τις φοιτητικές υποτροφίες στα φοιτητικά δάνεια), οι τράπεζες και τα στελέχη της «καθαρίζουν» χρήμα.

Ο Sayer υποστηρίζει ότι οι τελευταίες τέσσερις δεκαετίες χαρακτηρίζονται από τη μεταφορά πλούτου όχι μόνο από τους φτωχούς στους πλούσιους, αλλά και εντός των βαθμίδων του πλούτου: από αυτούς που βγάζουν λεφτά παράγοντας νέα αγαθά ή υπηρεσίες σε αυτούς που βγάζουν λεφτά ελέγχοντας τα υπάρχοντα ακίνητα και δρέποντας τα ενοίκια, τους τόκους ή τα κέρδη κεφαλαίου. Το δεδουλευμένο εισόδημα έχει υποκατασταθεί από το μη δεδουλευμένο εισόδημα.

Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές περικυκλώνονται από παντού από τις αποτυχίες της αγοράς. Όχι μόνο οι τράπεζες είναι πολύ μεγάλες για να αποτύχουν, αλλά και οι εταιρείες που έχουν επωμιστεί με την παροχή δημόσιων υπηρεσιών. Όπως επισημαίνει ο Tony Judt στο Ill Fares the Land, ο Hayek ξέχασε ότι οι ζωτικές εθνικές υπηρεσίες δεν επιτρέπεται να καταρρεύσουν, πράγμα που σημαίνει ότι ο ανταγωνισμός δεν μπορεί να συνεχίσει την πορεία του. Οι επιχειρήσεις λαμβάνουν τα κέρδη, το κράτος παίρνει το ρίσκο.

Όσο μεγαλύτερη  η αποτυχία τόσο πιο ακραία γίνεται η ιδεολογία. Οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τις νεοφιλελεύθερες κρίσεις τόσο ως δικαιολογία όσο και ως ευκαιρία για να μειώσουν τη φορολογία, να ιδιωτικοποιήσουν τις εναπομένουσες δημόσιες υπηρεσίες, να ανοίξουν τρύπες στο δίκτυο κοινωνικής ασφάλειας, να απορρυθμίσουν τις εταιρείες και να επαναρυθμίσουν τους πολίτες. Το κράτος που μισεί τον εαυτό του τώρα μπήζει τα δόντια του σε κάθε όργανο του δημόσιου τομέα.

Ίσως η πιο επικίνδυνη συνέπεια του νεοφιλελευθερισμού να μην είναι οι οικονομικές κρίσεις που έχει προκαλέσει αλλά οι πολιτικές. Καθώς μειώνεται το πλαίσιο δικαιοδοσίας του κράτους, συστέλλεται και η δυνατότητά μας να αλλάξουμε την πορεία της ζωής μας μέσα από τις εκλογές. Αντιθέτως, η νεοφιλελεύθερη θεωρία διαβεβαιώνει ότι μπορούμε να ασκήσουμε το δικαίωμά μας στην επιλογή μέσω της κατανάλωσης. Ωστόσο μερικοί έχουν περισσότερα χρήματα να ξοδέψουν απ’ ό,τι άλλοι: στη δημοκρατία του μέγα καταναλωτή ή του μετόχου οι ψήφοι δεν κατανέμονται ισομερώς. Αποτέλεσμα είναι η αποδυνάμωση των φτωχών και των μεσαίων. Καθώς τα κόμματα της δεξιάς και της πρώην αριστεράς υιοθετούν παρόμοιες νεοφιλελεύθερες πολιτικές, η αποδυνάμωση μετατρέπεται σε στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Μεγάλος αριθμός ανθρώπων έχουν αποβληθεί από την πολιτική.

Ο Chris Hedges σημειώνει ότι «τα φασιστικά κινήματα χτίζουν τη βάση τους όχι από τους πολιτικά ενεργούς αλλά από τους πολιτικά ανενεργούς, τους ηττημένους που νιώθουν, συχνά ορθώς, ότι δεν έχουν φωνή ή κάποιο ρόλο να παίξουν στο πολιτικό γίγνεσθαι». Όταν ο πολιτικός διάλογος δε μας απευθύνεται πια, ο κόσμος ανταποκρίνεται αντίθετα στα συνθήματα, τα σύμβολα και τον εντυπωσιασμό. Για τους οπαδούς του Τραμπ, για παράδειγμα, τα γεγονότα και τα επιχειρήματα φαντάζουν άσχετα.

Ο Judt εξηγούσε ότι όταν το παχύ δίχτυ των σχέσεων μεταξύ του λαού και του κράτους έχει περιοριστεί στην εξουσία και στην υπακοή, η μόνη εναπομένουσα δύναμη που μας ενώνει είναι η κρατική εξουσία. Ο ολοκληρωτισμός που φοβόταν ο Hayek είναι πιο πιθανόν να αναδυθεί όταν οι κυβερνήσεις, αφού έχασαν την ηθική τους εξουσία που γεννάται από την παροχή των δημόσιων υπηρεσιών, περιορίζονται στην «κολακεία, στις απειλές και τελικά στον εξαναγκασμό του λαού να υπακούσει».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου