Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον», Το ιδεολογικό μανιφέστο του ΔΝΤ

του Νότη Μαριά

Η αποτυχία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής του ΔΝΤ στην Ελλάδα είναι πλέον πανθομολογούμενη. Αντί για τον πολυπόθητο αποπληθωρισμό που επιζητούσε ο επικεφαλής του Ταμείου Ντομινίκ Στρος-Καν,1 το ΔΝΤ με τις επιλογές του έχει εκτινάξει τον πληθωρισμό στα ύψη, ο οποίος έφτασε τον Ιούλιο στο 5,5%, δηλαδή στα επίπεδα του 1997, στην προ ΟΝΕ εποχή.

Η δογματική προσκόλληση του ΔΝΤ στη νεοφιλελεύθερη συνταγή της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον», παρά τις διάφορες νύξεις περί του αντιθέτου εκ μέρους του Στρος-Καν,[2] δεν έχει τόσο σχέση με τις διάφορες ιδεοληψίες των στελεχών του Ταμείου, όσο με το γεγονός ότι έχει αποδειχθεί ότι είναι μια ιδιαίτερα αποτελεσματική πολιτική για την προστασία των συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων που εξυπηρετεί το ΔΝΤ και, με αυτή την έννοια, η δύναμη της συνήθειας είναι πράγματι ισχυρή.

Αλλά τι είναι η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον»;

Δεν είναι τίποτε άλλο από το...

 ιδεολογικό μανιφέστο του νεοφιλελευθερισμού.

Η παγκόσμια νεοφιλελεύθερη στροφή

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η φιλελεύθερη στροφή που συντελέστηκε με την επικράτηση της Μάργκαρετ Θάτσερ στη Βρετανία και του Ρόναλντ Ρέιγκαν στις ΗΠΑ οδήγησε στη διαμόρφωση ενός σύγχρονου νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου που έχει αναλύσει ο Άντονι Γκίντενς,[3] το οποίο συνοψίστηκε από τον Τζ. Γουίλιαμσον το 1989 υπό τον όρο «Συναίνεση της Ουάσιγκτον».[4]
Με κύριους ιδεολογικούς εκφραστές τον Φρίντριχ A. Χάγιεκ[5] και τον Μίλτον Φρίντμαν,[6] ο νεοφιλελευθερισμός εδραιώθηκε στη Βρετανία, στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία και στη Λατινική Αμερική, με βασικό επιχείρημα ότι οι «αγορές που λειτουργούν αποτελεσματικά αποτελούν το σημαντικότερο παράδειγμα και το κύριο θεσμικό στήριγμα της αυθόρμητης κοινωνικής τάξης πραγμάτων».[7]
Έτσι, «οι ιδέες του Φρίντριχ φον Χάγιεκ, του κορυφαίου υποστηρικτή της ελεύθερης αγοράς (…), που μέχρι πρότινος θεωρούνταν λίγο πολύ εκκεντρικές, άρχισαν να αποτελούν υπολογίσιμη δύναμη».[8]

Όπως είχε την ευκαιρία να επισημάνει ο Μίλτον Φρίντμαν, οι βασικές απόψεις του είχαν γεννηθεί το 1950, όταν «η φιλελεύθερη οικονομική σκέψη βρισκόταν στη γωνία, τιμωρημένη από τους εχθρούς της».[9] Τα κυριότερα γνωρίσματα μιας φιλελεύθερης κοινωνίας, κατά τον Φρίντμαν, είναι η κυριαρχία του κράτους δικαίου, η προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, η ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών, η ελευθερία επιλογής και η συμμετοχή του κράτους στο σχηματισμό του ΑΕΠ σε ποσοστό μέχρι 15% το πολύ. Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς οι δημόσιες δαπάνες στις ΗΠΑ ανήλθαν από 12% το 1950 σε 31% το 1980 και στις χώρες της ΕΟΚ από 21% σε 65% το ίδιο χρονικό διάστημα, λόγω της, κατά τον Φρίντμαν, «κεϋνσιανο-σοσιαλιστικής επέλασης».

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, κατά τον Φρίντμαν, ο μονεταρισμός δεν αποτελούσε ιδεολογία, αλλά συγκεκριμένη νομισματική πολιτική.

Αναλύοντας το βασικό περίγραμμα του θατσερισμού, ο Άντονι Γκίντενς επισήμανε ότι τα κυριότερα σημεία συνίσταντο στα εξής:

«1. Ελάχιστη κυβέρνηση, 2. Αυτόνομη κοινωνία πολιτών, 3. Φονταμενταλισμός της αγοράς, 4. Ηθικός αυταρχισμός και ισχυρός οικονομικός ατομισμός, 5. Αγορά εργασίας απελευθερωμένη, όπως και οι άλλες αγορές, 6. Αποδοχή της ανισότητας, 7. Παραδοσιακός εθνικισμός, 8. Κράτος πρόνοιας ως δίχτυ ασφαλείας, 9. Γραμμικός εκσυγχρονισμός, 10. Χαμηλή οικολογική συνείδηση, 11. Ρεαλιστική αντίληψη της διεθνούς τάξης, 12. Ανήκει στο δίπολο κόσμο».[10]

Η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον»

Η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον», λοιπόν, στην ουσία συνιστούσε ένα νεοφιλελεύθερο μοντέλο που προσδιόριζε τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή των διαφόρων οικονομικών μεταρρυθμίσεων που ήταν αποδεκτές από τους διαφόρους θεσμούς της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης που ήταν εγκαταστημένοι στην Ουάσιγκτον (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Διεθνής Τράπεζα), της διοίκησης των ΗΠΑ και, κυρίως, της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ καθώς και των διαφόρων δεξαμενών σκέψης (think tanks).[11]

Η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» περιλάμβανε συγκεκριμένα εργαλεία πολιτικής, τα οποία ήταν πλήρως αποδεκτά στους νεοφιλελεύθερους κύκλους. Δεν αφορούσαν μόνο στις επιθυμητές πολιτικές για οικονομική ανάκαμψη των χωρών της Λατινικής Αμερικής, αλλά και στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή της οικονομικής ορθοδοξίας, κατά τα χρόνια της συντηρητικής ιδεολογίας του Ρόναλντ Ρέιγκαν, γνωστής στο οικονομικό πεδίο ως «Reaganomics», που έδινε ιδιαίτερη έμφαση στα οικονομικά της προσφοράς, στην απορρύθμιση και στη δραστική μείωση των φόρων.

Ειδικότερα, η οικονομική πολιτική του Ρέιγκαν στηριζόταν σε τέσσερις πυλώνες: Πρώτον, στον περιορισμό των κυβερνητικών δαπανών, δεύτερον, στη μείωση των συντελεστών της φορολογίας εισοδήματος, τρίτον, στον περιορισμό των κυβερνητικών ρυθμίσεων στην αγορά και, τέταρτον, στον έλεγχο της προσφοράς χρήματος προκειμένου να μειωθεί ο πληθωρισμός.

Το ενδιαφέρον, δε, είναι ότι η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» διατηρήθηκε ως κυρίαρχη άποψη στην οικονομική σκέψη και μετά την αποχώρηση του Ρόναλντ Ρέιγκαν από την προεδρία των ΗΠΑ τον Ιανουάριο του 1989 και ακολουθήθηκε ανά την υφήλιο.

Το μανιφέστο

Τα κυριότερα στοιχεία της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» ως νεοφιλελεύθερου μανιφέστου[12] συνίσταντο στα εξής:

1. Δημοσιονομική πειθαρχία μέσω ενός ισοσκελισμένου προϋπολογισμού.
2. Περιορισμός των κυβερνητικών δαπανών.
3. Φορολογική μεταρρύθμιση με περιορισμό των φόρων που είχαν αυξηθεί στο παρελθόν, προκειμένου να συμβάλουν στην ανακατανομή των εισοδημάτων.
4. Απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών και καθορισμό των επιτοκίων από τις αγορές.
5. Συναλλαγματική πολιτική. Ελεύθερη διακύμανση των τιμών συναλλάγματος.
6. Απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου και περιορισμό των προστατευτικών μέτρων και των ελέγχων κυκλοφορίας κεφαλαίων.
7. Άμεσες ξένες επενδύσεις: Κατάργηση των εμποδίων στην είσοδο και την αποχώρηση των ξένων επιχειρήσεων.
8. Ιδιωτικοποιήσεις των δημοσίων επιχειρήσεων.
9. Απορρύθμιση των αγορών.
10. Όχι ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων.
11. Θεσμική συγκρότηση: Δημιουργία ανεξάρτητης Κεντρικής Τράπεζας.
12. Απελευθέρωση τιμών.

Φονταμενταλισμός της αγοράς

Το νεοφιλελεύθερο αυτό μανιφέστο αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερα σκληρή κριτική από διάφορες πλευρές, οι οποίες υποστήριξαν ότι οι πολιτικές ανάπτυξης όφειλαν να επικεντρωθούν στην κοινωνική ισότητα και στη διαμόρφωση δικτύων ασφαλείας.

Αν και ο Τζ. Στίγκλιτζ θεωρούσε ότι οι ιδιωτικοποιήσεις ήταν σημαντικές, κατά τη γνώμη του η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» υπερεκτιμούσε τα οφέλη και υποτιμούσε τα κόστη. Ταυτόχρονα, η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» χαρακτηρίστηκε από τους επικριτές της ως «φονταμενταλισμός της αγοράς», που αρνείτο το παρεμβατικό κράτος και επιθυμούσε την επιβολή ενός μη παρεμβατικού μοντέλου. Συμπυκνώνοντας τη βασική αντίληψη των νεοφιλελεύθερων, ο Στίγκλιτζ επισήμανε ότι, σύμφωνα με τη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον», «οι κυβερνήσεις είναι χειρότερες από τις αγορές. Επομένως, όσο μικρότερο είναι το κράτος, τόσο καλύτερο κράτος είναι»[13]. Στους επικριτές προστέθηκε και ο Μπ. Ρόντρικ, επισημαίνοντας ότι η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» ήταν «η εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στον αναπτυσσόμενο κόσμο».[14]

Το κύριο στοιχείο της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον», ως νεοφιλελεύθερου μανιφέστου, ήταν ότι θεωρούσε καθοριστικές για την ανάπτυξη τη μακροοικονομική σταθερότητα, τη δημοσιονομική λιτότητα, την απελευθέρωση των αγορών και τις ιδιωτικοποιήσεις. Ό,τι ακριβώς συμβαίνει δηλαδή και με το Μνημόνιο. Έτσι, σύμφωνα με το συνάδελφο Μαραγκό, θεωρήθηκε ότι «η δημοσιονομική πειθαρχία, συνοδευόμενη από την απορρύθμιση, την απελευθέρωση του εμπορίου και τις ιδιωτικοποιήσεις ήταν επαρκείς (προϋποθέσεις) προκειμένου να εκμηδενίσουν τη στασιμότητα και να πυροδοτήσουν την οικονομική ανάπτυξη».

Το Μνημόνιο

Σε πολιτικό επίπεδο, η Ουάσιγκτον προσπάθησε να επιβάλει στην παγκόσμια σκηνή μονεταριστικές μεταρρυθμίσεις, άνοιγμα των αγορών, περιορισμό των παρεμβατικών πολιτικών και ολοκλήρωση της διεθνούς οικονομίας. Βασικό εργαλείο στο πλαίσιο αυτό αποτέλεσε το ΔΝΤ, το οποίο, σύμφωνα με τον Νόαμ Τσόμσκι, «είναι κάτι σαν τμήμα του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ».[15]
Έτσι, παρότι θεωρητικά οι εκλεγμένες δημοκρατικά κυβερνήσεις ήταν ελεύθερες να ακολουθήσουν ή όχι τη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον», στην πράξη ήταν υποχρεωμένες να το πράξουν, δεδομένου ότι, σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα μπορούσαν να δανειστούν από το ΔΝΤ και τη Διεθνή Τράπεζα ή να γίνουν αποδέκτες άμεσων ξένων επενδύσεων, καθώς οι διεθνείς αγορές απαιτούσαν μια τέτοια πολιτική.[16]

Κάτι τέτοιο συμβαίνει πλέον και στη χώρα μας, με το Μνημόνιο που έχει επιβληθεί από το ΔΝΤ και τους άλλους δανειστές μας, τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης.

Άλλωστε, οι βασικές πολιτικές της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» σε ευρωπαϊκό επίπεδο εκφράστηκαν σε πρώτη φάση με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Φοντενεμπλό, που οδήγησαν στην υιοθέτηση της Ενιαίας Πράξης, και σε δεύτερο επίπεδο με τη θεσμοθέτηση της ΟΝΕ.

Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, πολλά από τα παραπάνω σημεία του νεοφιλελεύθερου μανιφέστου έχουν ήδη ενσωματωθεί στο Μνημόνιο –με τις δέουσες προσαρμογές, βεβαίως, τόσο λόγω του γεγονότος ότι η Ελλάδα ανήκει στην Ευρωζώνη όσο και λόγω των χρεών και των ελλειμμάτων που μαστίζουν την ελληνική οικονομία– και εφαρμόζονται με θρησκευτική ευλάβεια από την κυβέρνηση προκειμένου, δήθεν, «να σωθεί η πατρίδα»!!!


1 Η Καθημερινή, 13/4/2010,σ. 21.
2 Βλ. ομιλία του Στρος-Καν στο Κέμπριτζ της Αγγλίας στις 11/4/2010.
3 Βλ. Ά. Γκίντενς, Ο Τρίτος Δρόμος, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 1998, σ. 18-33 και Ά. Γκίντενς, Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 1999, σ. 58-76.

4 J. Williamson, «Democracy and the Washington Consensus», World Development, 21, 1993, σ.1.329-1.336.
5 Βλ. Φ. Α. Χάγιεκ, Το Σύνταγμα της Ελευθερίας, εκδόσεις Καστανιώτη – Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αθήνα, 2008.
6 M.Friedman-R.Friedman, Free to choose: A personal statement, Harcourt Brace Jovanovich, San Diego, 1990, και Capitalism and Freedom, University of Chicago Press, Chicago 2002.
7 Ά. Γκίντενς, Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, ό.π. σ. 59.
8 Ά. Γκίντενς, Ο Τρίτος Δρόμος, ό.π. σ. 18.
9 Βλ. Μ. Φρίντμαν, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 28/8/2003, σ. 43.
10 Ά. Γκίντενς, Ο Τρίτος Δρόμος, ό.π., σ. 22.
11 J. Marangos, «What happened to the Washington Consensus?» The Journal of Socio-Economics, 38 (2009), σ. 197-208.
12 Όπως συμπυκνώνονται από τον J. Marangos, ό.π., σ. 203.
13 J. Stiglitz, Moving toward the Post-Washington Consensus, The United Nations University, 1998.
14 D. Rodril, After Neoliberalism, What?, 2002.
15 Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 18-19/4/2009, σ. 21.
16 J. Marangos, ό.π.


ΕΠΙΚΑΙΡΑ - 15/09/2010

http://www.soc.uoc.gr/econ/personal/marias/?p=274

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου